- μορφοποιός
- μορφοποιός, -όν (Μ)αυτός που δίνει μορφή, που κατασκευάζει εικόνα, ο ζωγράφος («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῑσαν ἐνθάδε», Στουδ. Θεόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
μορφοποιία — μορφοποιΐα, ἡ (Μ) [μορφοποιός] 1. διαμόρφωση, σχηματισμός («ἡ τῶν εἰδώλων μορφοποιΐα», Στουδ. Θεόδ.) 2. αναπαράσταση, παρουσίαση, απεικόνιση, έκφραση 3. σχήμα, μορφή 4. εξομοίωση … Dictionary of Greek
μορφοποιώ — μορφοποιῶ, έω (ΑΜ) [μορφοποιός] 1. δίνω μορφή, σχηματίζω, διαμορφώνω 2. αναπαριστώ … Dictionary of Greek